- μέσσατος
- μέσσατοςmidmostmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέσσατος — μέσσατος, αττ. τ. μέσατος, η, ον, επικ. τ. μεσσάτιος, α, ον (Α) 1. ο μεσαίος, αυτός που βρίσκεται στο μέσο 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μέσατος ο διαιτητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι σχηματισμένος κατά τα έσχατος, νείατος, αλλά δεν χρησιμοποιείται ως… … Dictionary of Greek
μέσσατον — μέσσατος midmost masc acc sg μέσσατος midmost neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσσάτῳ — μέσσατος midmost masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσσαται — μέσσατος midmost fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσατος — μέσατος, η, ον (Α) (αττ. τ.) βλ. μέσσατος … Dictionary of Greek
τρίτατος — άτη, ον, και αιολ. τ. τέρτατος, άτα, ον, Α 1. ο τρίτος («δύο μὲν γενεαὶ... ἀνθρώπων ἐφθίαθ ,...μετὰ δὲ τριτάτοισιν ἄνασσε», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. στην αιτ. εν.) τριτάτην στην τρίτη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος ποιητ. τ. τού τρίτος με επίθημα ατος… … Dictionary of Greek
υστάτιος — ίη, ον, Α (ποιητ. τ.) 1. ύστατος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑστατίη το τέλος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑστάτιον για τελευταία φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὕστατος, κατά το μεσσάτιος: μέσσατος*] … Dictionary of Greek